Παρασκευή 24 Σεπτεμβρίου 2010

sufi master


e.e.cummings (1938)
Τζελαλαντίν Ρουμί
ας είναι η καρδιά μου πάντα ανοιχτή στα μικρά
πουλιά που είναι τα μυστικά της ζωής
ότι κι αν τραγουδούν είναι καλύτερο από το να γνωρίζεις
κι αν οι άνθρωποι δεν θέλουν να τα’ ακούσουν οι άνθρωποι 
είναι γέροι

ας περιδιαβαίνει το μυαλό μου πεινασμένο
και άφοβο και διψασμένο και εύπλαστο
ακόμη κι αν είναι Κυριακή ας έχω άδικο
γιατί όποτε οι άνθρωποι έχουν δίκιο 
δεν είναι νέοι

κι ας μην κάνω εγώ τίποτα χρήσιμο
κι ας αγαπώ εσένα περισσότερο και από αληθινά
δεν έχει υπάρξει ποτέ κάποιος τόσο ανόητος που να μην μπορεί να
τραβήξει όλο τον ουρανό πάνω του 
μ’ ένα χαμόγελο

Κυριακή 5 Σεπτεμβρίου 2010

The Listeners




"Υπάρχει κανείς εδώ;" ρώτησε ο Ταξιδιώτης
Χτυπώντας της φεγγαρόλουστη πόρτα
Και μέσα στη σιωπή, το άλογό του μάσησε το χόρτο
Του γεμάτου με φτέρες στρωμμένου δάσους
Και ένα πουλί πέταξε έξω από τον πύργο
Και αυτός χτύπησε την πόρτα γι' ακόμα μια φορά
"Υπάρχει κανείς εδώ;" είπε
Αλλά κανείς δεν κατέβηκε ν' ανοίξει στον Ταξιδιώτη
Κανένα κεφάλι δεν ξεπρόβαλε από κάποιο παραθυρόφυλλο
Που να γύρει να κοιτάξει μέσα στα γκριζα του μάτια,
Ενώ εκείνος περίμενε σαστισμένος και ακίνητος
Μόνο ο οικοδεσπότης των στοιχειών που ήταν ακροατές
Και που ζούσαν στο έρημο σπίτι
Στάθηκε και αφουγκράστηκε μέσα στην ησυχία του σεληνόφωτος
Τη φωνή εκείνη από τον κόσμο των ανθρώπων
Στάθηκε ανάμεσα στις αμυδρές δέσμες του φεγγαρόφωτου
Που έπεφταν πάνω στη σκοτεινή σκάλα
Και βυθίζονταν στο άδειο χωλ
Ακούγοντας τον αέρα να ταράζεται και να σείεται
Από το μοναχικό κάλεσμα του Ταξιδιώτη
Και εκείνος ένιωσε τότε στην καρδιά του την παραξενιά τους,
Την ετοιμότητά τους να ανταποκριθούν στην κραυγή του,
Ενώ το άλογό του προχώρησε, κόβοντας την τύρφη,
Κάτω από τον έναστρο ουρανό.

Και ξαφνικά χτύπησε την πόρτα ακόμα πιο δυνατά, και ανασήκωσε το κεφάλι του:

"Πες τους ότι ήρθα και δεν απάντησε κανένας,
Ότι κράτησα το λόγο μου" είπε.
Ούτε που σάλεψαν οι ακροατές,
Όμως κάθε λέξη που εκστόμισε
Έπεσε αντηχώντας πέρα ως πέρα μέσα από τις σκιές του σιωπηλού σπιτιού
Από το μοναδικό άνθρωπο που έμεινε αφυπνισμένος:
Ναι, άκουσαν τα βήματά του πάνω στον αναβολέα,
Και το σιδερένιο του ήχο πάνω στις πέτρες,
Και το πως η σιωπή επανήλθε σαν μεγάλο κύμα, απαλά,
Καθώς χανόταν το ποδοβολήτό του αλόγου
The Listeners
Walter de la Mare

Shaman Skywatcher